Νώρακος

Νώρακος
Νῶραξ
masc gen sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • νώροψ — νῶροψ, οπος, ό, ή (Α) 1. (κυρίως ως επίθ. τού χαλκού) στιλπνός, αστραφτερός («ἐν δ αὐτὸς ἐδύσατο νώροπα χαλκόν», Ομ. Ιλ.) 2. (γενικά) λαμπρός, φωτεινός 3. (κατά τον Ησύχ.) «νῶροψ λαμπρός, ὀξύφωνος, ἔνηχος, ἤ ὅτι τὴν ὄψιν ἀσθενῆ ποιεῑ». [ΕΤΥΜΟΛ. Ο …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”